- Μανερώς
- Μανερῶς, -ῶτος και Μανέρως, -ωτος, ὁ (Α)είδος θρηνητικού πένθιμου άσματος τών Αιγυπτίων, ανάλογο με τον ελληνικό Λίνο («ἔστι δε αἰγυπτιστὶ ὁ Λίνος καλεύμενος Μανερῶς», Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Από το όν. τού μοναχογιού τού πρώτου βασιλιά τής Αιγύπτου].
Dictionary of Greek. 2013.